δόμος

δόμος
δόμος (δόμον; -οι, -ων, -οιςιν), -ους.)
1 house, home
a of deities. of the temple of Apollo: ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (Wil.: τεόν τε δόμον codd.: πρόδομον Schr.: γε δόμον Mosch.) P. 7.11 θεοῦ

παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

of Hades:

μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ O. 14.20

εἰς Ἀίδα δόμον P. 3.11

of Olympos: “οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισινN. 10.88
b of mortals.

Πύρρα Δευκαλίων τε δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.44

Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους i. e. Cyrene P. 5.29

ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.34

ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

]ποι ζυγέντες ἐρατᾷ δόμον[ Δ. 1. . ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4. pl. pro sing. σὲ δ, ὦ Δεινομένειε παῖ, Ζεφυρία πρὸ δόμων Λοκρὶς παρθένος ἀπύει. P. 2.18λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.117

θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23

Φιλύρας ἐν δόμοις in Cheiron's cave N. 3.43

καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους ἦλθ ἀνήρ I. 4.52

εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις dwellings, city fr. 172. 7.
2 met., house, family

Θέρσανδρος Ἀδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις O. 2.45

[σεμνὸν αἰνήσειν δόμον (v. 1. νόμον) N. 1.72]

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δόμος — domus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 …   Dictionary of Greek

  • δομός — το το τμήμα τού αγρού που ορίζεται κάθε φορά για καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

  • δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • δόμω — δόμος domus masc nom/voc/acc dual δόμος domus masc gen sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμε — δόμος domus masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοι — δόμος domus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοιο — δόμος domus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοις — δόμος domus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοισι — δόμος domus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμοισιν — δόμος domus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”